- πυροπίπης
- ὁ, Α(κωμική λ.) αυτός που κοιτάζει με επιθυμία το σιτάρι («γέροντα πυροπίπην», Αριστοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρός «σίτος» + -οπίπης (< ὀπιπεύω* «παρακολουθώ με το βλέμμα, κοιτάζω επίμονα»), πρβλ. γυναικ-οπίπης].
Dictionary of Greek. 2013.